- διεξάγειν
- διά-ἐξάγωlead outpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευγηρώ — εὐγηρῶ έω (Α) [εύγηρος] έχω καλά γεράματα («εὐγηρεῑν γὰρ εἶναι τὸ μετὰ ποιοῡ γήρως διεξάγειν κατ ἀρετήν») … Dictionary of Greek